Αναμφίβολα, το βασικότερο γνώρισμα της ελεύθερης οικονομίας είναι ο ανταγωνισμός. Μέσω του υγιούς ανταγωνισμού επιτυγχάνεται η παραγωγή καλύτερων πρoϊόντων καθώς και η παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών. Όταν όμως ο ανταγωνισμός χάνει την ηθική του υπόσταση τότε γίνεται λόγος για τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

 Στη γενική ρήτρα του άρθρου 1 του ν. 146/1914 δηλώνεται με σαφήνεια πως απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές και γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη ανταγωνισμού που αντίκειται στα χρηστά ήθη. Αναφέρεται επίσης η δυνατότητα που υπάρχει να εναχθεί ο παραβάτης και να υποχρεωθεί τόσο να παραλείψει τη ζημιογόνο δράση του όσο και να αποζημιώσει για τη ζημία που διέπραξε. Η διάταξη αυτή έχει σαν σκοπό, οι ανταγωνιστές να λειτουργούν μέσα σε ορισμένα πλαίσια νομιμότητας, σεβόμενοι τους ανταγωνιστές τους και να μη δρουν βλαπτικά και ανήθικα για τις επιχειρήσεις των άλλων. Ποια χαρακτηριστικά όμως έχει μια πράξη ή ένα σύνολο ενεργειών για να χαρακτηρίζεται ως πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού;

 Μια πράξη για να χαρακτηριστεί ως ενέργεια αθέμιτου ανταγωνισμού θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά στοιχεία την ύπαρξη ή την ανυπαρξία αυτών θα κρίνει ο δικηγόρος σας και θα σας καθοδηγήσει αναλόγως: α)θα πρέπει να πρόκειται για μια πράξη ανταγωνισμού, δηλαδή μια πρακτική που ενισχύει τη θέση του δρώντα σε βάρος άλλου ανταγωνιστή που δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά. Σχέση ανταγωνισμού υφίσταται τόσο μεταξύ όσον προσφέρουν όμοια προϊόντα αλλά και σε αυτούς που στοχεύουν παρεμφερή κύκλο αγοραστών, εργαζομένων και προμηθευτών. Επίσης υπάρχει ανταγωνισμός και μεταξύ όσων ανήκουν σε παρεμφερή οικονομική βαθμίδα. Καθίσταται λοιπόν σαφές πως η σχέση ανταγωνισμού έχει πιο ευρεία έννοια από εταιρίες που παράγουν ακριβώς τα ίδια προϊόντα ή παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες. Η ίδια η νομολογία έχει αποκρυσταλλώσει θέση επισημαίνοντας πως σχέση ανταγωνισμού αντικειμενικά πρόσφορη υπάρχει ακόμα και όταν προωθούνται συμφέροντα τρίτου χωρίς να υπάρχει σκοπός βλάβης του θιγόμενου, β)θα πρέπει να υπάρχει σκοπός ανταγωνισμού δηλαδή πρόθεση του ενεργούντος να αποκομίσει οφέλη από τη πίτα της αγοράς είτε ο ίδιος είτε κάποιος τρίτος. Ο σκοπός του αθέμιτου ανταγωνισμού δεν είναι υποχρεωτικό να είναι ο μοναδικός σκοπός της δράσεως της εταιρίας καθώς μπορεί να συνυπάρχει και με άλλους σκοπούς, σημαντικό είναι όμως να υπάρχει καθώς ως πραγματικό ζήτημα δεν ελέγχεται αναιρετικά, γ) θα πρέπει ο ανταγωνισμός να είναι αντίθετος στα χρηστά ήθη, δηλαδή στις αντιλήψεις του μέσου συνετού και εχέφρωνος ανθρώπου για το τι είναι ηθικά μεμπτό. Τα χρηστά ήθη αποτελούν μια αόριστη νομική έννοια η οποία αξιολογείται εντός των πλαισίων του συναλλακτικού κύκλου που εκδηλώνεται η πράξη ανταγωνισμού και κρίνεται αμερόληπτα από τον δικαστή αν μια πράξη υπερβαίνει τα χρηστά ήθη ή όχι υπό τις συγκεκριμένες ανά περίπτωση περιστάσεις και ιδιαιτερότητες, δ)η πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού θα πρέπει να τελείται σε ορισμένες συναλλαγές, να έχει δηλαδή ως πεδίο αναφοράς γεωργικές, εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες. Πως προστατεύεται όμως ο επιχειρηματίας που είναι αποδέκτης αθέμιτου ανταγωνισμού από ανταγωνίστρια εταιρία;

  Πέρα από τη προαναφερόμενη γενική ρήτρα, ο θιγόμενος επιχειρηματίας έχει τη δυνατότητα να απολαύσει τόσο αστικής όσο και ποινικής προστασίας. Αναφορικά με την αστική προστασία προβλέπονται τα ακόλουθα: α)ο θιγόμενος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή δια του συνηγόρου του αξιώνοντας από τον διενεργήσαντα αθέμιτο ανταγωνισμό να αρθεί η προσβολή, β) σε περίπτωση που οι αθέμιτες πρακτικές συνεχίζονται μπορεί να αξιώσει τη παράλειψη της προσβολής στο μέλλον, γ)δύναται επίσης να ασκήσει αγωγή με αξίωση αποζημίωσης στη περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος προσβολής στο μέλλον, εφόσον φυσικά ο προσβολέας είναι υπαίτιος και έχει υπάρξει ήδη ζημία. Για να υπάρχει αξίωση για αποζημίωση θα πρέπει να υφίστανται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α)ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη, β) παρανομία, γ) υπαιτιότητα, δ)ζημία και ε) αιτιώδης σύνδεσμος. Το χρονικό διάστημα της παραγραφής της αξίωσης άρσης της προσβολής και παράλειψης της προσβολής στο μέλλον είναι οι έξι μήνες και ξεκινά να υπολογίζεται από τη στιγμή της πληροφόρησης της προσβολής από τον θιγόμενο. Ωστόσο ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης είναι τα τρία έτη από τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε η προσβολή ακόμη και αν ο θιγόμενος δεν πληροφορήθηκε για αυτήν. Ποια είναι όμως η ποινική προστασία του δέκτη αθέμιτου ανταγωνισμού;

  Είναι σημαντικό να λεχθεί πως η ποινική προστασία σε περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού χαρακτηρίζεται από την εξειδίκευση των πράξεων ανταγωνισμού που έχουν ποινικό ενδιαφέρον. Έτσι δε χρήζουν όλες οι πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού ποινικής προστασίας αλλά μόνο όσες ορίζονται ρητά από τον νόμο. Συγκεκριμένα ποινική προστασία ενυπάρχει στις περιπτώσεις που κοινοποιούνται βιομηχανικά απόρρητα (άρθρα 16-18), στη συκοφαντική δυσφήμιση (άρθρο 12), στη μη τήρηση προκαθορισμένων μονάδων πώλησης (άρθρο 9) καθώς και σε μερικές ακόμη εξειδικευμένες περιπτώσεις. Ο γενικός κανόνας είναι πως ο ασκών αθέμιτο ανταγωνισμό διώκεται μετά από έγκληση του θιγόμενου, ενώ μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 6, 8 και 9 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να είναι είτε φυλάκιση, είτε χρηματική αποζημίωση είτε συνδυασμός και των δύο. Οι απαραίτητες προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν για να χρήζει ο θιγόμενος ποινικής προστασίας είναι: α)να δέχεται μια παράνομη προσβολή από τρίτον, β) να υφίσταται δόλος του τρίτου και γ) ο θιγόμενος να έχει πραγματοποιήσει έγκληση με εξαίρεση τις περιπτώσεις που πραγματοποιείται αυτεπάγγελτη δίωξη.

  Συνοψίζοντας, μια πράξη ανταγωνισμού λαμβάνει τον χαρακτηρισμό του αθέμιτου όταν τελείται στις συγκεκριμένες συναλλαγές που αναφέρει ο νόμος (εμπορικές, βιομηχανικές, γεωργικές) και με αυτή θίγονται με μέσα και με τρόπους που δεν είναι αποδεκτοί στο ευρύ κοινό συμφέροντα τρίτων. Μια πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού κρίνεται τόσο για την ένταση και τη διάρκεια της (αντικειμενικά κριτήρια) όσο και για τα κίνητρα του ενεργούντος (υποκειμενικά κριτήρια). Ο αποδέκτης αθέμιτου ανταγωνισμού έχει τη δυνατότητα να καταφύγει τόσο στην αστική όσο και στη ποινική δικαιοσύνη, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων, ώστε να δικαιωθεί από τα δικαστήρια για τη προσβολή που υπέστη. Ο δικαστής κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κρίνει τη δράση, το σκοπό, τα ενεργούμενα μέσα του ενεργούντος και όχι το αποτέλεσμα της αθέμιτης δράσεως καθώς και τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.