Η άρνηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου να αποδεχθεί την βράβευση του από Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας με το ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ για το 2011 επιθέτει περισσότερα προβλήματα απ΄ όσα φαίνεται να επιλύει. Είναι μια άρνηση που μακαρίστηκε από πολλούς εδώ στο web ως γνήσια αντικαθεστωτική που πλήττει έναν ήδη σάπιο θεσμό προ-υπεσχημένων βραβείων. Αλλά σε αυτό ακριβώς το πνεύμα οι θερμές κριτικές εκτρέπονται του στόχου τους καθώς πραγματικό θέμα δεν μπορεί να αποτελέσει η ούτως ή άλλως υπάρχουσα δυσλειτουργία του συστήματος, αλλά καθ’ εαυτό το σκεπτικό του Χριστιανόπουλου.

Ένα σκεπτικό που φαίνεται προβληματικό άμα τη γεννήσει του. «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο “υπείροχον έμμεναι άλλων”, που μας άφησαν οι αρχαίοι. Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου…» αναφέρει, μεταξύ άλλων, σε ένα κείμενό του 1965 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο οποίο παρέπεμψε τους δημοσιογράφους προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση του.
Δεν έχω καταρχήν πρόβλημα να δεχθώ μια άρνηση επιβράβευσης αλλά έχω πρόβλημα να την δεχθώ αβασάνιστα. Το σκεπτικό του Χριστιανόπουλου θα μπορούσε να γίνει ΑΤΟΜΙΚΑ αποδεκτό για οποιονδήποτε λόγο (ακόμη και τον πιο παράξενο) που θα παρέθετε ο συγγραφέας. Είναι όμως η κοινωνική του διάσταση αυτή που προβληματίζει. Και προβληματίζει σοβαρά.
Στην ιστορία των βραβεύσεων δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ανθρώπων που αρίστευσαν στον τομέα τους και εκ των υστέρων προέταξαν κάποιον λόγο ώστε να ΜΗ παραλάβουν τα βραβεία τους. Στον κινηματογραφικό τομέα μεγάλο απόηχο είχαν οι αρνήσεις Oscar των George C. Scott το 1970 για το ‘Patton’ και του Marlon Brando το 1973 για το “The Godfather” Ο μεν Scott είχε εγκαίρως προϊδεάσει την επιτροπή για επικείμενη άρνηση ΚΑΘΕ βράβευσης αφού θεωρούσε αυτού του είδους τις εκδηλώσεις ανούσια shows. Ο δε Brando αρνήθηκε για ανθρωπιστικούς λόγους. Έστειλε στη θέση του μια ‘Απάτσι’ ιθαγενή την Sacheen Littlefeather (η οποία αργότερα αποκαλύφθηκε πως ήταν απλή ηθοποιός που έπαιξε τον ρόλο) να αποτρέψει την τιμή με το σκεπτικό της κακομεταχείρισης των ινδιάνων από τον Αμερικανική βιομηχανία κινηματογράφου.

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=2QUacU0I4yU[/youtube]
Αρνήσεις βραβεύσεων σημειώθηκαν και στο πεδίο της λογοτεχνίας. Τον Οκτώβριο του 2004 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Νιγηρίας βράβευσε με το κρατικό βραβείο τιμής ανάμεσα σε άλλους συγγραφείς και τον καθηγητή Chinua Achebe για το βιβλίο του “Things Fall Apart”. Ο Achebe υπέστειλε την βράβευση με το σκεπτικό της πολιτικής καταδυνάστευσης περιοχών της χώρας του από μια εχθρική -όπως θεωρούσε- κυβέρνηση στην εξουσία.

Το 2010 στην Γερμανία η διάσημη κοινωνική κριτικός και καθηγήτρια φιλοσοφίας Judith Butler αρνήθηκε να τιμηθεί με το βραβείο κοινωνικού θάρρους του Βερολίνου σε ένδειξη αποτροπιασμού για την επιθετική και ρατσιστική πολιτική των μέσων μαζικής ενημέρωσης έναντι των μεταναστών και των ομοφυλόφιλων. Και φυσικά διάσημες θα μείνουν για πάντα οι αρνήσεις παραλαβής των κορυφαίων βραβείων Νόμπελ το μεν 1964 από τον γάλο υπαρξιακό συγγραφέα Jean-Paul Sartre και το δε 1973 από τον Le Duc. Ο μεν Σατρ εξέφρασε μια θέση -σε κάποιο βαθμό παραπλήσια αυτής του Χριστιανόπουλου- λέγοντας πως δεν επιθυμούσε να ‘θεσμικοποιηθεί’, ο δε Λεντάκ κατά κάποιον τρόπο θεώρησε πως δεν άξιζε το βραβείο (ειρήνης) αφού, παρ’ όλες τις προσπάθειες του, το Βιετνάμ δεν είχε ακόμη ειρηνεύσει.
Αυτό που φαίνεται μέχρις εδώ είναι πως ΟΛΑ τα σκεπτικά άρνησης ήσαν ατομικά. Ακόμη και κείνα που εξέφραζαν έναν ανοικτό ακτιβισμό. Ήσαν δηλαδή είτε σκεπτικά συνδεδεμένα είτε με συγκεκριμένες πεποιθήσεις και στάσεις ζωής των φορέων τους, είτε με συγκεκριμένες –προβληματικές κατά την άποψη των κριτών τους- καταστάσεις του διακοινωνικού περιβάλλοντος.

Το σκεπτικό Χριστιανόπουλου όμως διαφέρει παρασάγγες.

Ο Χριστιανόπουλος επιτίθεται στον ακρογωνιαίο λίθο του αστισμού όχι με την Μαρξιστική αλλά την αρχαιο-Αθηναϊκή έννοια. Χτυπά ως ‘επαίσχυντο’ το κατ’ εξοχήν κίνητρο κοινωνικής δράσης του αστού ανθρώπου μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον. ‘Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο “υπείροχον έμμεναι άλλων”, που μας άφησαν οι αρχαίοι!’ μας λέει.
Και τι πα να πει άραγε αυτό? Δεν είναι υπέροχο να θέλει ο άνθρωπος να διακριθεί? Δεν είναι αποδεκτό να θέλει το κάθε μέλος της κοινωνίας να αμιλλάται τα άλλα? Για το συμφέρον, για την δόξα, για την αναγνώριση για το χρήμα, για τιμές για κύρος, για φιλοπατρία…. Δεν είναι άραγε για όλα αυτά τα πράγματα που καθημερινά παλεύουμε, αγωνιζόμαστε προσπαθούμε και κάνουμε τα πάντα? Αν απαλειφθούν αυτά τότε τι απομένει? Ο ‘Αιμίλιος’ κι ο φυσικός άνθρωπος του Ζαν Ζακ Ρουσώ μήπως? Ο άνθρωπος-λύκος του Χομπς? Η μήπως ο Βυζαντινός κοσμο-ερημίτης που θα αδιαφορεί για όλους και για όλα? Μπορεί να σταθεί καπιταλισμός ή οποιοδήποτε άλλο οικονομικό σύστημα δίχως μια θεμελιώδη έφεση στον ανταγωνισμό;
Γιατί αν ο ανταγωνισμός κι η επιθυμία διάκρισης υποχωρήσουν, ο μόνος δρόμος προς την τελείωση που πλέον απομένει δεν μπορεί παρά να είναι αυστηρά ατομικός, ιδιωτικός και αποκρυφιστικός. Όλος ο κόσμος τότε θα τείνει να μετατραπεί σε ένα αδρανές ‘Άγιο Όρος’ με δισεκατομμύρια ΜΟΝΑΧΟΥΣ που θα καλλιεργούν στους μικρομπαξέδες των σκητών τους τα απολύτως απαραίτητα και θα προσεύχονται ολημερίς για τη σωτηρία της ψυχής τους. Ποιοι θα αγωνίζονται σε αθλήματα, ποιοι θα περιποιούνται τον εαυτό τους, ποιοι θα δέχονται σχολικούς βαθμούς, ποιοι θα κερδίζουν υποτροφίες, ποιοι θα εφευρίσκουν και θα ανακαλύπτουν, ποιοι θα χτίζουνε καλύτερα σπίτια, ποιοι θα παράγουν βελτιωμένα προϊόντα, ποιοι θα διαφημίζουν και θα ‘μαρκετίζουν’ και πάνω απ’ όλα ποιοι και γιατί θα κάνουν τέχνη και θα συγγράφουν;

Κι αν μείνουμε εδώ, θα δούμε την θέση του Ντίνου Χριστιανόπουλου να γυρίζει μπούμερανγκ να στον ίδιο.

Αν όπως λέει η φιλοδοξία ‘να ξεχωρίζουμε’ είναι χυδαία, τότε στ’ αλήθεια ο ίδιος γιατί γράφει; Γιατί γράφει φανερά κι όχι κρυφά; Γιατί δημοσιοποιεί τα κείμενα του και δεν τα κρατάει σφραγισμένα μέσα σε συρτάρια;
Αν το μόνο κίνητρο του ήταν η έκφραση ενός καημού η αποτύπωση μιας σκέψης, ή ενός προβληματισμού για ιδία χρήση, τότε φυσικά και θα έγραφε εν κρυπτεία. Το πολύ-πολύ να έδειχνε τα γραπτά του σε πέντε δέκα φίλους, κολλητούς -όπως και το έκανε άλλωστε όταν πρωτοξεκίνησε στην γκαλερί ‘Μικρή Διαγώνιο’. Από την στιγμή όμως που το κείμενο φεύγει από αυτόν και ταξιδεύει προς ένα μεγαλύτερο κοινό, οι σκοπιμότητες αλλάζουν. Το κείμενο παύει να είναι ιδιωτικό και γίνεται δημόσιο. Η αξία του παύει να είναι ‘αξία χρήσης’ και γίνεται αξία κοινωνική’. Με άλλα λόγια το κείμενο γίνεται ΠΡΟΙΟΝ και θέλοντας και μη συγκρίνεται με άλλα προϊόντα. Και κρίνεται για την εγγενή δύναμη επηρεασμού που διαθέτει. Είναι αναμενόμενο αυτή η σύγκριση να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα. Το κείμενο να ιεραρχηθεί, να αξιολογηθεί να πάρει θέση και κατάταξη απέναντι σε παρεμφερή κείμενα. Πρόκειται για μια διαδικασία ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ από την ίδια της την φύση. Αν λοιπόν αυτού του είδους η άμιλλα δεν γίνεται εξ’ αρχής αποδεκτή, τότε τι;

Για ποιον στ’ αλήθεια λόγο γράφει ο κ. Χριστιανόπουλος;
Αυτό είναι το τελικό ερώτημα. Και αναμφίβολα το πιο ανησυχητικό απ΄ όλα….

 

πηγή: Λεωνίδας Εκιντσόγλου